ξηρόμυρον

ξηρόμυρον
ξηρόμυρον
dry perfume
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξηρόμυρον — ξηρόμυρον, τὸ (Α) 1. ξηρό μύρο, δηλ. άρωμα σε στερεά μορφή, σε τεμάχια ή σκόνη 2. το δενδρολίβανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + μύρον] …   Dictionary of Greek

  • μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

  • ξηρόφρυκτον — ξηρόφρυκτον, τὸ (Α) ξηρόμυρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + φρυκτή «είδος ρητίνης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”